- μελανόδερμος
- -η, -ο (Α μελανοδέρματος, -ον)αυτός τού οποίου το δέρμα έχει μαύρο χρώμα, μελαψός, μελαχρινός.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος+ δέρμα, -ατος (πρβλ. λευκο-δέρματος, παχύ-δερμος)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
δέρμα — I (Ανατ.).Προστατευτικό όργανο (πάχους 0,5 4 χιλιοστών), που καλύπτει ολόκληρη την επιφάνεια του σώματος και μεταπίπτει, κατά τις φυσικές οπές του, στους βλεννογόνους. Αποτελείται από ένα λεπτό επιφανειακό στρώμα επιθηλιακού ιστού, την επιδερμίδα … Dictionary of Greek
μελανοδέρματος — μελανοδέρματος, ον (Α) βλ. μελανόδερμος. [ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, ανος + δέρμα, ατος (πρβλ. λευκο δέρματος)] … Dictionary of Greek